καταπέτασμα

καταπέτασμα
καταπέτασμα το
катапетасма – завеса в храме, которая находится за царскими вратами в алтаре
Этим.
< дргр. καταπετάννυμι «расстилать, накрывать, покрывать»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καταπέτασμα" в других словарях:

  • καταπέτασμα — curtain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπέτασμα — το (AM καταπέτασμα) [καταπετάννυμι] καθετί που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από πάνω προς τα κάτω, παραπέτασμα, ή που χρησιμεύει για κάλυψη, σκέπασμα νεοελλ. φρ. «τρώω το καταπέτασμα» α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) τρώω πάρα… …   Dictionary of Greek

  • καταπέτασμα — το, ατος χρησιμοποιείται στη φράση «Έφαγε το καταπέτασμα», που σημαίνει έφαγε πάρα πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπετασμάτων — καταπέτασμα curtain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπετάσμασι — καταπέτασμα curtain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπετάσμασιν — καταπέτασμα curtain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπετάσματα — καταπέτασμα curtain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπετάσματι — καταπέτασμα curtain neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπετάσματος — καταπέτασμα curtain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπετάσματ' — καταπετάσματα , καταπέτασμα curtain neut nom/voc/acc pl καταπετάσματι , καταπέτασμα curtain neut dat sg καταπετάσματε , καταπέτασμα curtain neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγια των Αγίων — Έτσι ονομάζεται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, το τμήμα του ναού που βρίσκεται μέσα από το καταπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου και στο οποίο έμπαινε ο αρχιερέας μια φορά μόνο τον χρόνο για να προσφέρει εξιλαστήρια θυσία. Χωριζόταν από το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»